Page 343 - Amechanon_vol1_2016-18
P. 343
Amechanon, Vol. I / 2016-2018, ISSN: 2459-2846
philosophie), qu’émerge en fait l’intention d’une exploration, qui pourra mettre au clair les lieux
mineurs où ces rencontres se manifestent (directement ou indirectement) non pas tant pour
installer le droit d’un objet didactique (comme c’est la philosophie) de revendiquer la mise en
vigueur des présuppositions appropriées à son introduction et exercice en éducation, mais surtout
le droit de ne pas être articulé comme un choix didactique majeur se contentant désormais à la
revendication d’une attention mineure mais critique au détail.
Through the disagreements, incompatibilities, arrythmias, deviations, recessions appearing during
the co-function of those dynamics created where the teaching of literature meets philosophy and
discussion (or discussion meets literature and philosophy) emerges in fact the intention of an
exploration which will be able to reveal the minor places where these meetings manifest themselves
(directly or indirectly) not in order to establish the right of a didactic object (like philosophy is) to
claim the application of the presuppositions appropriated to its introduction and exercise in
education, but mainly, the right not to be articulated as a major didactic choice contenting
henceforth itself with the demand of a minor but critical attention to detail.
Εάν σκοπός μίας ερευνητικής πρόθεσης θα ήταν να κατανοηθεί πώς μία συνήθης
λογοτεχνική διδασκαλία, θα παράκαμπτε όσα για μία φιλοσοφική προσέγγιση έχουν
σημασία, ακόμα κ αν οι εκπαιδευτικοί βεβαιώνουν ότι κάνουν «φιλοσοφικές
συζητήσεις», όταν, για παράδειγμα, συζητούν με τα παιδιά περί «βασικών» (ή γενικών)
εννοιών που, συνήθως, είναι άμεσα ορατές στα κείμενα, εάν θα θέλαμε δηλαδή, να
δείξουμε ότι, εν τέλει, μία διδασκαλία που αξιοποιεί τυχαία εν πολλοίς τον ορατό αξιακό
φόρτο των εννοιών, υπονομεύει την ενδεχόμενη φιλοσοφική προσέγγισή τους, θα
έπρεπε να συντονίσουμε τρεις τουλάχιστον σχετικές αντιλήψεις: με τη φιλοσοφία στην
εκπαίδευση, με τη σχέση φιλοσοφίας και λογοτεχνίας και με τον τρόπο οργάνωσης του
συζητητικού περιβάλλοντος. Και αυτό διότι, οποιαδήποτε προσέγγιση, με φιλοσοφικό
342
ενδιαφέρον και διάφορο , ενός λογοτεχνικού κειμένου μέσα στην τάξη, δεν μπορεί
342
«Το διάφορο [différend] είναι η ασταθής κατάσταση και η στιγμή της γλώσσας, όπου κάτι που
οφείλει να δύναται να μπει σε φράσεις δεν μπορεί να μπει ακόμα. Αυτή η κατάσταση
περιλαμβάνει τη σιωπή […] είναι το διακύβευμα μιας λογοτεχνίας, μιας φιλοσοφίας, ίσως μίας
πολιτικής, να είναι μάρτυρας για τα διάφορα βρίσκοντάς τους ιδιώματα […] Μέσα στο διάφορο,
κάτι ‘ζητά’ να μπει σε φράσεις και υποφέρει από το άδικο του να μη μπορεί να το κάνει στη
συγκεκριμένη στιγμή. Λοιπόν, οι άνθρωποι που πίστευαν ότι χρησιμοποιούν τη γλώσσα ως ένα
όργανο επικοινωνίας μαθαίνουν από αυτό το συναίσθημα πόνου που συνοδεύει τη σιωπή (και
απόλαυσης που συνοδεύει την εφεύρεση ενός νέου ιδιώματος), ότι η γλώσσα τούς απαιτεί, και
αυτό όχι για να αυξήσουν προς όφελός τους την ποσότητα των πληροφοριών που μπορούν να
επικοινωνηθούν μέσα στα υπάρχοντα ιδιώματα, αλλά για να αναγνωρίσουν ότι αυτό που είναι
να μπει σε φράσεις, υπερβαίνει αυτό που μπορούν να βάλουν σε φράσεις επί του παρόντος, και
ότι πρέπει να τους επιτραπεί η θέσμιση ιδιωμάτων τα οποία δεν υπάρχουν ακόμα» (Lyotard, J.,-
Fr., Le différend, Paris: Éd. de Minuit, (Coll. «Critique»), 1983, σσ. 29, 30) [μετάφρ. δική μας].
343