Page 403 - Amechanon_vol1_2016-18
P. 403

Amechanon, Vol. I / 2016-2018, ISSN: 2459-2846



                   υποστηρίξω μια ερευνητική πορεία της συζήτησης (οι άξονες της οποίας τέθηκαν σε

                   πρώτο επίπεδο, τόσο από τις προσωπικές αντιλήψεις, όσο και από τις συναισθηματικές
                   ανάγκες των μαθητών) ανασύροντας το ερώτημα το όποιο έχει τεθεί προς διερεύνηση
                   σε ένα πλαίσιο αποδεσμευμένο από συναισθηματικές επιρροές, και σε μια προοπτική

                   επανεξέτασης της ίδιας της προσωπικής αντίληψης και της αντίληψης του άλλου. Αυτό,

                   δηλαδή,  το  οποίο  αποτέλεσε  κύριο  μέλημά  μου  -όχι  ως  υποχρέωση  απέναντι  στη
                   διαδικασία, αλλά ως αναπόσπαστο μέρος της, ως συνθήκη της-, ήταν η σχέση η δική μου

                   με τα παιδιά: μια εσωτερική σχέση η οποία θα αναπτυσσόταν μέσα από το σεβασμό στις
                   απόψεις και τις στάσεις των παιδιών.


                   Το κείμενο αποτέλεσε την αφορμή της συζήτησης. Προκάλεσε εξ αρχής το ενδιαφέρον

                   των παιδιών, τα οποία λειτούργησαν ως ενεργοί ακροατές. Υπήρξε η κινητήριος δύναμη,
                   μια ισχυρή αφορμή για να ενεργοποιηθεί η σκέψη σε μια ερευνητική πορεία. Ωστόσο,

                   δεν φάνηκε να τα δέσμευσε ως προς την πορεία του προβληματισμού τους. Ενώ το
                   κείμενο  έθεσε  το  ερώτημα,  η  πορεία  σκέψης  των  παιδιών  φάνηκε  να

                   ανεξαρτητοποιείται σε σχέση με αυτό. Στην πορεία της διαδικασίας (αλλά και στο τέλος
                   της), φάνηκε ότι τα παιδιά συνειδητοποίησαν ότι βρίσκονται σε μια ανάπτυξη σκέψης

                   και προβληματισμού, η οποία δεν δεσμευόταν από το κείμενο και την απάντηση που

                   ζητούσε, αλλά από τη δική τους σκέψη και από τα ερωτήματα τα οποία αναδύθηκαν
                   μέσα από τη συζήτηση, και τους προβληματισμούς που τα ίδια έθεσαν στον εαυτό τους
                   και στους συμμαθητές τους. Η δύναμη/η κυριαρχία του κειμένου φάνηκε να υποχωρεί,

                   καθώς εξελισσόταν η διαδικασία της συζήτησης και τα ερωτήματα τα έθεταν τα παιδιά.

                   Ωστόσο, το κείμενο σε όλη τη διαδικασία της συζήτησης, επιτέλεσε ένα ρόλο «συνοχής»
                   σε σχέση με τη συζήτηση, χωρίς να λειτουργεί καθοδηγητικά. Μάλλον, αποτέλεσε ένα

                   εργαλείο για μένα στην όλη διαδικασία, ώστε να επανέρχομαι σ’ αυτό, όταν ένοιωθα ότι
                   η συζήτηση κινδύνευε να χαθεί ή να χάσει το ενδιαφέρον της (κυρίως κατά την πρώτη

                   ερευνητική περίοδο).

                   Υπήρχαν στιγμές που ένοιωθα φόβο ως προς την ικανότητα να αναγνωρίσω τα όρια της
                   συζήτησης στο συγκεκριμένο πλαίσιο, όπως αναπτύχθηκε παραπάνω, και του πιθανού

                   ξεχειλώματός της, καθώς ακολουθούσα τις σκέψεις των παιδιών     406 . Προσπάθησα να



                   406
                       Σχετικά  με  τη  δυσκολία  φιλοσοφικής  προσέγγισης  ενός  λογοτεχνικού  κειμένου  η
                   Θεοδωροπούλου αναφέρει: «όταν το κείμενο προσεγγίζεται χάριν της δικής του μελέτης είναι
                   δυνατόν να συγχέονται με παρα-φιλοσοφικές ή οιονεί φιλοσοφικές συζητήσεις (ή ακόμα και με
                   εξειδικευμένες συζητήσεις με φιλοσοφική στόχευση) με τη μορφή ελεύθερης ανάλυσης εννοιών,



                                                           403
   398   399   400   401   402   403   404   405   406   407   408