Page 359 - Amechanon_vol1_2016-18
P. 359
Amechanon, Vol. I / 2016-2018, ISSN: 2459-2846
συνάρθρωση όλων των παραπάνω και η ενορχήστρωσή τους παράγουν το συζητητικό
και διαλογικό ενέργημα και δρώμενο.
Σε κάθε περίπτωση, όσο περισσότερο η συζήτηση τείνει εμπεριέχει προϋποθέσεις &
απαιτήσεις που σχετίζονται με το κριτήριο της ενδυνάμωσης και της καλλιέργειας
(ανεξάρτητης) σκέψης, τόσο περισσότερο οι ερωτήσεις τείνουν ξεκινούν από τα παιδιά,
τα οποία έτσι εκπαιδεύονται ως κριτικοί/ές συνομιλητές/τριες. Εδώ βρίσκουμε και την
επιμονή στη διαμόρφωση σχάρας ερωτήσεων και απαντήσεων, σε μία συνεχή
357
διατύπωση, αναδιατύπωση και επεξεργασία των ερωτήσεων που θα αποτρέπει την
τάση κατήχησης και το διδακτισμό ως αντίστοιχων της (συχνότατης) ανάγκης να
τηρηθεί ο παραδοσιακός διδακτικός ρυθμός ερώτηση-απάντηση αλλά και την
προεξάρχουσα σημασία στην απάντηση, εφόσον η συζήτηση αντιστοιχεί σε μία ρήξη
του ρυθμού αυτού και μία πολυπλοκοποίησή του, καθώς μεταθέτει το σημείο της
απάντησης τοποθετώντας το ως μεταβατικό μόνο σημείο πάνω σε ένα χάρτη που
358
διαμορφώνεται από την ίδια τη συζήτηση καθώς αυτή αναπτύσσεται .
357 Οι ερωτήσεις που ενδιαφέρουν ιδιαίτερα, είναι εκείνες που σταδιακά οδηγούν σε μία
διαδικασία προβληματοποίησης των ζητημάτων και την υποστηρίζουν επιτρέποντας εξίσου τη
διαδικασία εννοιολόγησης/εννοιοδότησης, που περιλαμβάνει διεργασίες όπως: χειρισμό
σημασιών και κατανόηση ότι οι λέξεις έχουν διαφορετικά νοήματα ανάλογα με τα
συμφραζόμενα και τη χρήση, κατανόηση των λέξεων ως εργαλείων για την αντίληψη του
κόσμου, ως οπτικών γωνιών μέσα από τις οποίες αναπτύσσεται η σκέψη, ενσωμάτωση των
εννοιών στην οικοδόμηση της σκέψης και της πράξης που διαμορφώνουν πραγματικότητα,
αποδοχή διαφορετικών οπτικών γωνιών και της εγκυρότητάς τους, αποτύπωση και διατύπωση
του πραγματικού σύμφωνα με κατάλληλους κανόνες και εργαλεία, σημασίες, προβληματικές,
προθέσεις των επιστημονικών οικοδομημάτων, ενσωμάτωση του δίκαιου και της νόρμας (βλ.
Audugier, F., Lagelee, G., Education civique et initiation juridique dans les collèges, Paris: INRP, 1996,
σ. 50).
358 Ενδεικτικά, ο ρόλος/ο τρόπος των παιδιών στη συζήτηση (όπως επισημαίνεται και στα
επίσημα κείμενα) διερευνάται μέσα από τη δυνατότητα/ικανότητά τους να:
θέτουν ερωτήματα, ανοίγουν μία συζήτηση (όλο περισσότερο μόνα τους και όλο και λιγότερο με
συστηματική παρότρυνση ή υπόδειξη), επιλέγουν το θέμα (έννοια) της συζήτησης,
απλώνουν/διασπείρουν τη συζήτηση σε διαφορετικούς συνομιλητές/τριες και με διαφορετικούς
συνδυασμούς (μεταξύ τους, διαπροσωπικά, ανά ομάδες, όλα μαζί ή με την/τον εκπαιδευτικό), να
διαπραγματεύονται ή/και να αναλύουν απαντήσεις (είτε προέρχονται από τα ίδια είτε από τον/την
εκπαιδευτικό), θέτουν ή αναζητούν τη διαμόρφωση κανόνων για τη συζήτηση, «σκέφτονται» και
συλ-λογίζονται πριν μιλήσουν, σχολιάζουν τη γνώμη άλλων παιδιών/ή της/του εκπαιδευτικού, έχουν
το θάρρος της γνώμης τους και συζητούν αυτό που πιστεύουν, οικοδομούν σταδιακά τη σκέψη τους
πάνω στις ιδέες των άλλων παιδιών, επιχειρηματολογούν θεωρώντας ότι οι επιλογές/αποφάσεις
τους δεν είναι δεδικασμένες και τελειωτικές, θέτουν αυθόρμητα ερωτήματα προς χάριν της
ερώτησης, μη διεκδικούν ηγεμονικό ρόλο (με τη συγκατάθεση ή όχι του/της εκπαιδευτικού),
σιωπούν, αλλάζουν το θέμα της συζήτησης έχοντας συνείδηση του λόγου της αλλαγής, μη κρατούν
πολλή ώρα το λόγο δίχως να τον μοιράζονται, αναδιατυπώνουν φράσεις δικές τους ή των άλλων,
διευκρινίζουν φράσεις δικές του ή των άλλων, δίνουν παραδείγματα, διατυπώνουν υποθέσεις,
359