Page 38 - Amechanon_vol1_2016-18
P. 38
Amechanon, Vol. I / 2016-2018, ISSN: 2459-2846
κυρίως ο ύστερος, εκείνος της Βούλησης για δύναμη-- σκέφτεται το «υποκείμενο» σε
σχέση με το σώμα και επιχειρεί να καταργήσει το μύθο του «υποκείμενου» της
μοντέρνας φιλοσοφίας, χωρίς όμως να καταργεί την ενικότητά του. Μπορούμε,
μάλιστα, να ισχυριστούμε ότι η κριτική του συνιστά μια γενικότερη κριτική του
«υποκειμένου», που αφορά σε όλους τους μετασχηματισμούς του, από το σκέφτομαι
άρα υπάρχω (cogito ergo sum) του Descartes μέχρι το απόλυτο πνεύμα (Geist) του
Hegel, αλλά ακόμη και μέχρι την έννοια της «ψυχής», έτσι όπως αυτή αναδύεται μέσα
12
από την ελληνική φιλοσοφία .
από την εποχή του Πλάτωνα, θέλει να εντάσσει τον αληθινό κόσμο στη σφαίρα μιας «αιώνιας»
και σχεδόν θείας ταυτότητας, η οποία μπορεί να γίνει προσιτή μονάχα από την καθαρή σκέψη,
υποτιμώντας με αυτόν τον τρόπο τη σφαίρα των αισθήσεων, της πραγματικότητας και της
ροϊκότητας των βιωμένων φαινομένων. Αντίθετα με την πλατωνική άποψη, η νιτσεϊκή δεν
αντιλαμβάνεται το «υποκείμενο» ως κάτι που ενώνει η υποστηρίζει, αλλά θέτει την έννοια «του
υποκειμένου ως πολλαπλότητα», την οποία και ερμηνεύει μέσα από το φαινόμενο του ζωντανού
σώματος, ως μια θεμελιώδη και αναπόφευκτη «αλήθεια». Έτσι, η πίστη σε ένα μόνιμο ή αιώνιο
«Εγώ» που υπερβαίνει και ξεπερνά την κάθε έγχρονη εμπειρία και που καθιστά το «υποκείμενο»
μια απλή αφήγηση, σύμφωνα με τον φιλόσοφο δεν μπορεί παρά να είναι μια προσωρινή στιγμή
του Είναι, που η βούληση για δύναμη θέλει να υπερβεί, επιχειρώντας να ενισχύσει τη δύναμη του
ζωντανού σώματος και να μεταβεί σε μια άλλη στιγμή, μια νέα αφήγηση, μια άλλη προοπτική,
ένα άλλο «υποκείμενο». Μια τέτοια σύλληψη καταργεί οποιαδήποτε πίστη σε ένα αιώνιο «Εγώ»
που βρίσκεται πέραν της στιγμής του γίγνεσθαι. Με τον τρόπο αυτό, η έγχρονη επιβεβαίωση της
ταυτότητας του Εγώ, μας παρέχει την ευκαιρία για μια πιο ατομιστική θεώρηση του
«υποκειμένου»: το υποκείμενο δεν είναι τίποτα άλλο από τη στιγμή, είναι έγχρονο και
πεπερασμένο, ενώ ταυτοχρόνως είναι καταδικασμένο να περιπίπτει στη λησμονιά του Είναι σε
κάθε επόμενη στιγμή. Η θεώρηση του υποκειμένου ως πολλαπλότητα είναι τόσο ακριβής που
δεν μας αφήνει κανένα περιθώριο για μεταφυσική παρηγοριά ή γαλήνη, αλλά που αντιθέτως μας
εκθέτει στη διονυσιακή υπερβολή της ίδιας της διονυσιακής ζωής και που μας διαμελίζει, παρά
το γεγονός ότι ταυτοχρόνως δημιουργεί εκείνες τις αναγκαίες συνθήκες για την αναγέννησή της
μέσω της ανάδυσης του απολλώνιου (Βούληση για Δύναμη, §1067, για μια μετάφραση στην
ελληνική, βλέπε Νίτσε,Φρ., Η θέληση για δύναμη, μτφρ. Σαρίκας,Ζ., Αθήνα: Νησίδες, Σκόπελος,
2001).
12 Μια ένδειξη για τις προθέσεις αυτής της καθολικής κριτικής είναι το γεγονός ότι σε αρκετούς
από τους αφορισμούς της Βούλησης για Δύναμη, ο Nietzsche εξισώνει τους όρους «ψυχή»,
«πνεύμα», «συνείδηση» και «υποκείμενο». Στον αφορισμό 659, λόγου χάριν, ο φιλόσοφος,
αμφισβητώντας τον Descartes που εντοπίζει την τελευταία βεβαιότητα στην παρουσία του
σκεπτόμενου εγώ, υποστηρίζει ότι «σε όλες τις εποχές, υπήρχε περισσότερη πίστη στο σώμα, ως
το πιο προσωπικό κτήμα μας, το πιο σίγουρο Είναι μας, κοντολογίς το εγώ μας, παρά στο πνεύμα
(ή στην ‘ψυχή’ ή στο υποκείμενο, όπως το λέει τώρα η σχολική γλώσσα αντί για ψυχή)». Η ίδια
εξίσωση «ψυχής» και «υποκειμένου» εμφανίζεται επίσης στον αφορισμό 485 και ο αφορισμός
480 είναι ακόμη πιο σαφής: «Δεν υπάρχει ούτε ‘πνεύμα’, ούτε λογικό, ούτε σκέπτεσθαι, ούτε
συνείδηση, ούτε ψυχή, ούτε βούληση, ούτε αλήθεια: όλα είναι πλάσματα της φαντασίας». Εδώ,
αναφέρω αυτή την πτυχή της κριτικής του Nietzsche, επειδή --παρά την εμφανή αποστροφή του
στον όρο «ψυχή» ή ίσως σε αυτό που εκείνος ο όρος κατέληξε να υποδηλώσει κατά τη διάρκεια
της ιστορίας της φιλοσοφίας-- κάποιος θα μπορούσε να αναρωτηθεί κατά πόσο η νιτσεϊκή
κατανόηση του σώματος ως του έσχατου «υποκειμένου» βρίσκεται στην πραγματικότητα πολύ
κοντά, τουλάχιστον υπό κάποια συγκεκριμένη προοπτική, σε μια πολύ συγκεκριμένη
κατανόηση της ελληνικής ψυχής (Πρβλ. Νίτσε,Φρ., Πέραν του Καλού και του Κακού, μτφρ.
Ζωγράφου-Μεραναίου,Μ., §28, Αθήνα: εκδ. Μαρή, 1953). Στον αφορισμό αυτό, αν και ο
38