Page 41 - Amechanon_vol1_2016-18
P. 41
Amechanon, Vol. I / 2016-2018, ISSN: 2459-2846
σκεπτόμενο υποκείμενο γίνεται ότι είναι μέσα στο χρόνο και προκύπτει ως μια
.
ερμηνεία της σκέψης δεν είναι όμως καθόλου «δεδομένο» πριν από τη σκέψη ή
ανεξάρτητα από αυτήν. Πώς όμως η ίδια η σκέψη αντιλαμβάνεται αυτό που είναι
17
καθαυτή; Και, τελικά, άραγε αυτή η σκέψη «καθαυτή» είναι μια «αφήγηση» , «μια πολύ
ισχυρή πίστη» του Descartes για την αλήθεια του cogito, μια πίστη στην a priori αλήθεια
της ουσίας ενός υποκειμένου-υπόστρωμα, ένα ιστορικό κατασκεύασμα ή ένα
υποπροϊόν της αλήθειας καθαυτής, δηλαδή ένα απλό «λογικο-μεταφυσικό αίτημα»
(§484); Στον αφορισμό 483 γράφει ο Nietzsche:
.
«Μέσω του σκέπτεσθαι τίθεται το εγώ μέχρι τώρα όμως πίστευαν, όπως ο λαός,
ότι στο ‘εγώ σκέπτομαι’ υπήρχε κάτι άμεσα σίγουρο, και ότι αυτό το ‘εγώ’ ήταν
η δεδομένη αιτία του σκέπτεσθαι, από την οποία καταλαβαίνουμε, αναλογικά,
όλες τις άλλες αιτιακές σχέσεις. Όσο οικείο και απαραίτητο κι αν έχει γίνει αυτό
το πλάσμα της φαντασίας τώρα -- αυτό από μόνο του δεν αποδεικνύει τίποτε
ενάντια στη φανταστική καταγωγή του: μια πίστη μπορεί να είναι όρος της ζωής
18
και μολαταύτα λαθεμένη» .
Εδώ, ο φιλόσοφος υπογραμμίζει τον τρόπο που το «εγώ», ως υποκείμενο, χωρίς να
είναι μια a priori προϋπόθεση για το σκέπτεσθαι, είναι κάτι που πρωταρχικά τίθεται
17 Εδώ, είναι σημαντικό να πούμε πως όταν ο Nietzsche καθορίζει τη «πράξη» της «σκέψης» ως
«αφήγηση» δεν αρνείται ούτε πως υπάρχει ένα τέτοιο φαινόμενο όπως το σκέπτεσθαι, ούτε πως
το σκέπτεσθαι είναι μια διαδικασία, ένα έγχρονο συμβάν υπό μια μέχρι στιγμής ακαθόριστη
έννοια. Αυτό που μάλλον αρνείται είναι τη μία συγκεκριμένη ερμηνεία αυτής της διαδικασίας, ως
μια δραστηριότητας που αναλαμβάνεται από και που έχει τις ρίζες της στο «υποκείμενο». Αυτό
αποσαφηνίζεται στον αφορισμό 484 της Βούλησης για Δύναμη:
«Εδώ υπάρχει σκέψη: άρα υπάρχει κάτι που σκέπτεται»: εδώ καταλήγει η επιχειρηματολογία του
Descartes. Αλλά αυτό σημαίνει ότι θέτουμε την πί¬στη μας στην έννοια της ουσίας --ότι όπου
υπάρχει σκέψη πρέπει να υπάρ¬χει κάτι «που να σκέπτεται», είναι απλώς μια διατύπωση της
γραμματικής συνήθειάς μας που προσθέτει έναν πράττοντα σε κάθε πράξη. Κοντολογίς, αυτό
δεν είναι απλώς η υποστασιοποίηση ενός γεγονότος αλλά ένα λογικό-μεταφυσικό αίτημα... Στον
δρόμο του Descartes δεν οδηγείται κανείς σε κάτι απόλυτα βέβαιο, αλλά μόνο στο γεγονός μιας
πολύ ισχυρής πίστης.
Αν αναγάγει κανείς την πρόταση στο «υπάρχει σκέπτεσθαι, άρα υπάρχουν σκέψεις», έχει
παραγάγει μια απλή ταυτολογία: και ακριβώς αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, η
«πραγματικότητα της σκέψης», δεν θίγεται --δηλαδή υπ' αυτή τη μορφή δεν μπορούμε να
αρνηθούμε την «φαινομενική πραγματικότητα» της σκέψης. Αυτό όμως που ήθελε ο Descartes
ήταν να έχει η σκέψη, όχι μια φαινομενική πραγματικότητα, αλλά μια πραγματικότητα δι’
εαυτήν. «Υπάρχει η σκέψη, αλλά το πού αυτή υπάρχει και το ποια είναι η ουσία της και η
πρωταρχική της αλήθεια, αυτά, καθώς δεν είναι δεδομένα, είναι ζητήματα που αφορούν στη
σκέψη καθαυτή». (Πρβλ. Νίτσε, Φρ., Πέραν του Καλού και του Κακού, ό.π., §16 και §17).
18 Νίτσε, Φρ., Πέραν του Καλού και του Κακού, ό.π.
41